- αοριστολογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που δεν είναι σαφής και ακριβής: Με αοριστολογικές υποσχέσεις δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αοριστολογικός — ή, ό 1. αυτός που λέγεται με αοριστία ή περιέχει ασάφεια 2.(Γραμμ.) «αοριστολογικές (ή αόριστες) αντωνυμίες» αντωνυμίες που εκφράζουν κάτι αόριστο και γενικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αοριστολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο λεξικό του Σκαρλάτου… … Dictionary of Greek
αν — 1. σύνδ. υποθ., εάν: Αν πρόσεχες δε θα αρρώσταινες. 2. απορηματικός σύνδ. που εισάγει πλάγια ερώτηση ολικής άγνοιας: Ρωτούσε αν θα πάνε ταξίδι. 3. με τον και (και αν, αν και), σύνδ. εναντιωματικός: Αν και δε μου το είπες, εγώ το κατάλαβα. 4. σύνδ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)